κωμοπόλεων

κωμοπόλεων
κωμοπόλεω̆ν , κωμόπολις
village-town
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γάργαρα — Ονομασία τριών αρχαίων κωμοπόλεων, στη Λάμψακο, στην Ήπειρο και στην Ιταλία. Υπήρχε επίσης με την ονομασία αυτή και ένα βουνό στη Νότια Τρωάδα. Κατά τον Όμηρο, στην κορυφή του βουνού αυτού, που ανήκε στο συγκρότημα της Ίδης, σύχναζε ο Δίας κι… …   Dictionary of Greek

  • γαργάρα — Ονομασία τριών αρχαίων κωμοπόλεων, στη Λάμψακο, στην Ήπειρο και στην Ιταλία. Υπήρχε επίσης με την ονομασία αυτή και ένα βουνό στη Νότια Τρωάδα. Κατά τον Όμηρο, στην κορυφή του βουνού αυτού, που ανήκε στο συγκρότημα της Ίδης, σύχναζε ο Δίας κι… …   Dictionary of Greek

  • κοντοστάμπελοι — κοντοστάμπελοι, οἱ (Μ) (επί βενετοκρατίας στα Επτάνησα) 1. οι χωροφύλακες 2. οι προεστώτες τών διαφόρων κωμοπόλεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < βεν. contestabile] …   Dictionary of Greek

  • Αινιάνες — Ένα από τα φύλα της αρχαίας Ελλάδας. Πρωτοεμφανίζονται την εποχή του Τρωικού πολέμου ως Ενιήνες, στο πλευρό των Ελλήνων με 22 πλοία και με αρχηγό τον Γουνέα. Στην αρχή έμεναν κοντά στην αρχαία Δωδώνη, αλλά κατά την επιδρομή των Θεσσαλών και την… …   Dictionary of Greek

  • Αττική — I Ιστορική, διοικητική και γεωγραφική περιοχή (3.808 τ. χλμ., 3.761.810 κάτ.), το νοτιοανατολικό άκρο της Στερεάς Ελλάδας, από την οποία τη χωρίζουν ο Κιθαιρώνας (1.409 μ.) και η Πάρνηθα (1.413 μ.). Από τη γραμμή αυτή των δύο βουνών (μήκους 40… …   Dictionary of Greek

  • Γάβαλα — Αρχαία παραλιακή κωμόπολη της Συρίας με ωραίο λιμάνι, που μαζί με την Αντιόχεια, τη Σελεύκεια και την Απάμεια αποτελούσαν την ημιαυτόνομη περιοχή της Σελευκίδας. Το 638 τα Γ. κυριεύτηκαν από τον Άραβα χαλίφη Μωάβια, που έσπευσε να τα οχυρώσει με… …   Dictionary of Greek

  • Γκρίνβιλ — (Greenville).Ονομασία πόλεων και κωμοπόλεων των ΗΠΑ. 1. Πόλη (60.500 κάτ. το 2000) στην πολιτεία Βόρεια Καρολίνα, έδρα της κομητείας Πιτ. Βρίσκεται κοντά στον ποταμό Ταρ, 50 χλμ. νοτιοανατολικά του Ρόκο Μάουντ. Είναι κέντρο παραγωγής και εμπορίας …   Dictionary of Greek

  • Λασιθίου, νομός — Διοικητική διαίρεση (1.818 τ. χλμ., 76.319 κάτ.) της περιφέρειας Κρήτης, που περιλαμβάνει το ανατολικό άκρο της νήσου. Βρέχεται στα Β από το Κρητικό πέλαγος, στα Α από το Καρπάθιο, στα Ν από το Λιβυκό και στα Δ συνορεύει με τον νομό Ηρακλείου.… …   Dictionary of Greek

  • Μακρινίτσα — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 898 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Είναι χτισμένος σε απότομη πλαγιά του Πηλίου, στην οποία αφθονούν τα νερά και η πυκνή βλάστηση, με μοναδική θέα προς τον Παγασητικό κόλπο, γι’ αυτό και έχει …   Dictionary of Greek

  • Μεσόγεια — Πεδιάδα της Αττικής (μήκος 25 χλμ., πλάτος περίπου 14 χλμ., κατώτερο υψόμ. 228 μ.) ΝΑ της Αθήνας, η αρχαία Μεσόγαια ή Μεσογαία. Συνδέεται με το λεκανοπέδιο της Αττικής στον μεγάλο αυχένα ανάμεσα στα βουνά Υμηττός και Πεντελικό, όπου βρίσκεται το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”